- γαλακτώδης
- laiteux
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γαλακτώδης — milk warm masc/fem acc pl (attic epic doric) γαλακτώδης milk warm masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) γαλακτώδης milk warm masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτώδης — ες (AM γαλακτώδης, ες) 1. αυτός που μοιάζει με γάλα στη λευκότητα 2. «γαλακτώδης χυμός» ο θρεπτικός χυμός τών φυτών αρχ. 1. χλιαρός σαν γάλα που μόλις έχει αρμεχτεί 2. (για κρασί) κρασί γλυκύτερο και πιο πηχτό από τα συνηθισμένα … Dictionary of Greek
γαλακτώδης χυμός — Φυτικός ιξώδης χυμός, που πήζει εύκολα και γρήγορα στον αέρα. Διέρχεται από τους γαλακτοφόρους σωλήνες ή αυλούς, μεταξύ του φλοιού και του καμβίου πολλών φυτών, που λέγονται γαλακτώδη ή γαλακτοφόρα (ευφορβία, εβέα, φίκος, χελιδόνιο, παπαρούνα).… … Dictionary of Greek
γαλακτώδει — γαλακτώδης milk warm masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) γαλακτώδης milk warm masc/fem/neut dat sg γαλακτώδεϊ , γαλακτώδης milk warm dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτώδη — γαλακτώδης milk warm neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γαλακτώδης milk warm masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γαλακτώδης milk warm masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτῶδες — γαλακτώδης milk warm masc/fem voc sg γαλακτώδης milk warm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτώδεα — γαλακτώδης milk warm neut nom/voc/acc pl (epic ionic) γαλακτώδης milk warm masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτώδεις — γαλακτώδης milk warm masc/fem acc pl γαλακτώδης milk warm masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτώδεσι — γαλακτώδης milk warm masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτώδεσιν — γαλακτώδης milk warm masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτώδους — γαλακτώδης milk warm masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)